- αποκομμένος
- η , ο[ν]1) обрезанный, обрубленный; 2) отнятый от груди; 3) отрезанный, изолированный; отставший (от своих)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξωμάνδρευτος — ἐξωμάνδρευτος, ον (Μ) αυτός που βρίσκεται έξω από τη μάνδρα, αποκομμένος από το κοπάδι … Dictionary of Greek
λώμα — το (AM λώμα, ατος) νεοελλ. ναυτ. σχοινί που ράβεται γύρω γύρω από το ιστίο για να τό ενισχύσει και να τό προφυλάξει από τον άνεμο, κν. γραντί μσν. κλωστή, νήμα αρχ. 1. το κράσπεδο, η άκρη τού ενδύματος, η ούγια («καὶ ποιήσεις ὑπὸ τὸ λῶμα τοῡ… … Dictionary of Greek
περίτομος — ον, Α [περιτέμνω] 1. αποκομμένος από παντού, απότομος σε ὁλα τα μέρη («ὄρος περίτομον», Πολ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περίτομα απόκρημνες θέσεις … Dictionary of Greek
πρόκλαστος — ον, Μ (σχετικά με στίχους) αποκομμένος, ελλιπής κατά το μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κλαστός (< κλῶ «τεμαχίζω, αποκόβω»)] … Dictionary of Greek
τομαίος — ον, θηλ. και αία Α (ποιητ. τ.) 1. κομμένος, αποκομμένος («χαίτη τ οὔτις τομαῑος», Ευρ.) 2. κομμένος σε κομμάτια, τεμαχισμένος 3. μτφ. αυτός που κόβει για θεραπευτικούς λόγους, αυτός που θεραπεύει με τομή 4. φρ. «ἄκος τομαῑον» ιαματικό φυτό… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
αποκόβομαι — αποκόβομαι, αποκόπηκα, αποκομμένος βλ. πίν. 171 και πρβλ. αποκόπτομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκόπτομαι — αποκόπτομαι, αποκόπηκα, αποκομμένος βλ. πίν. 124 και πρβλ. αποκόβομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής